εμπολέμιος

εμπολέμιος
ἐμπολέμιος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στον πόλεμο
2. αυτός που έχει στρατεύσιμη ηλικία («τρίτον δ' ἐφεξῆς τούτοις πᾱν ὅσον ἐμπολέμιον» — όλους όσοι έχουν στρατεύσιμη ηλικία, Πλάτ.)
3. πολεμικός («τὰ ἐμπολέμια ἔθνη» — τα πολεμικά έθνη, Δίων Κ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐμπολέμια
κλάδος τής στρατιωτικής υπηρεσίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐμπολέμιον — ἐμπολέμιος pertaining to war masc/fem acc sg ἐμπολέμιος pertaining to war neut nom/voc/acc sg ἐμπολεμέω wage war in imperf ind act 3rd pl (doric) ἐμπολεμέω wage war in imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπολεμίοις — ἐμπολέμιος pertaining to war masc/fem/neut dat pl ἐμπολεμέω wage war in pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπολεμίου — ἐμπολέμιος pertaining to war masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπολεμίων — ἐμπολέμιος pertaining to war masc/fem/neut gen pl ἐμπολεμέω wage war in pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπολέμια — ἐμπολέμιος pertaining to war neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”