- εμπολέμιος
- ἐμπολέμιος, -ον (Α)1. αυτός που ανήκει στον πόλεμο2. αυτός που έχει στρατεύσιμη ηλικία («τρίτον δ' ἐφεξῆς τούτοις πᾱν ὅσον ἐμπολέμιον» — όλους όσοι έχουν στρατεύσιμη ηλικία, Πλάτ.)3. πολεμικός («τὰ ἐμπολέμια ἔθνη» — τα πολεμικά έθνη, Δίων Κ.)4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐμπολέμιακλάδος τής στρατιωτικής υπηρεσίας.
Dictionary of Greek. 2013.